λαγουδέρα

λαγουδέρα
η
1) рукоятка руля (лодки, парусника); 2) рогуля (для охоты на зайцев)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαγουδέρα" в других словарях:

  • λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • λαγουδέρα — η (ναυτ.), η λαβή του τιμονιού του πλοίου, το δοιάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • List of cities, towns and villages in Cyprus — Map of Cyprus Nicosia, Capital of …   Wikipedia

  • Троодос — Горы Троодос …   Википедия

  • κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το …   Dictionary of Greek

  • λαγούσα — Ακατοίκητος οικισμός στη νήσο Ελεούσα (βλ. λ.). Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. * * * η ραβδί που χρησιμοποιείται για το κυνήγι λαγών, λαγουδέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ούσα] …   Dictionary of Greek

  • λαγωβόλος — ο (Α λαγωβόλος, ον, ουδ. και λαγωοβόλον) το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον η λαγουδέρα ή λαγούσα αρχ. 1. αυτός που κυνηγά λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • δοιάκι — το μοχλός το οποίο περιστρέφει το πηδάλιο, το τιμόνι, η λαγουδέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»